- υπόσομφος
- -ον, Α1. λίγο σπογγώδης ή πορώδης2. μτφ. α) άσημος, ταπεινόςβ) χαλαρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + σομφός «σπογγώδης, πορώδης»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπόσομφος — somewhat spongy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόσομφον — ὑπόσομφος somewhat spongy masc/fem acc sg ὑπόσομφος somewhat spongy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσόμφου — ὑπόσομφος somewhat spongy masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόσομφα — ὑπόσομφος somewhat spongy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)